- δεκαπενταετής
- -ές (AM δεκαπενταετής, -ές)1. ηλικίας δεκαπέντε ετών2. διάρκειας δεκαπέντε ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ινδικτιών — Δεκαπενταετής χρονικός κύκλος, που αποτελούσε βασική χρονολογική μονάδα για το Βυζάντιο και τη Δύση έως το τέλος του Μεσαίωνα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική indictio, που σήμαινε έκτακτη εισφορά. Από τον Σεπτίμιο Σεβήρο έως τον Καρίνο, η ι.… … Dictionary of Greek
δεκαπενταετία — η περίοδος δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπενταετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαετής — και αττ. τ. πεντεκαιδεκαέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών, ο δεκαπενταετής 2. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. τετρα ετής / έτης) … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαετηρικός — ή, όν, ΜΑ [πεντεκαιδεκαετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεντεκαιδεκαετηρίδα, ο δεκαπενταετής … Dictionary of Greek
Μορμόνοι — (Mormons). Οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης (περίπου 5.000.000 πιστοί στις ΗΠΑ), γνωστοί κυρίως γιατί αποίκισαν τη Γιούτα των ΗΠΑ και εφάρμοζαν επί αρκετές δεκαετίες την πολυγαμία. Το 1820 ο δεκαπενταετής Τζόζεφ Σμιθ, γιος ενός καλλιεργητή από το … Dictionary of Greek